Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντρένιος — α, ο βλ. δρένιος … Dictionary of Greek
δρένιος — ια, ιο και ντρένιος, ια, ιο 1. δρύινος 2. άμυαλος, αναίσθητος, ασυνείδητος … Dictionary of Greek